- ωοφορος
- ᾠοφόροςᾠο-φόρος2несущий яйца, яйценосный
(ἰχθύες Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἰχθύες Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ωοφορίτιδα — η, Ν ιατρ. άλλη ονομασία για την ωοθηκίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωοφόρος + κατάλ. ίτιδα]. ωοφόρος, α, ο / ᾠοφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος Ν νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που περιέχει ωά ή ωάρια («ωοφόρος δίσκος») 2. φρ. «ωοφόρος σωρός» βοτ. τα κύτταρα που… … Dictionary of Greek
Oophorectomy — Ovariotomy redirects here. For the song by Sadist, see Crust (album). Oophorectomy Intervention ICD 10 PCS 0UB00ZX 0UB28ZZ ICD 9 CM 65.3 … Wikipedia
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
ωοφορώ — έω, Α [ᾠοφόρος] (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) γεννώ αβγά … Dictionary of Greek
ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… … Dictionary of Greek